ραββί

ραββί
ο / ῥαββί, ΝΜΑ, και ραβί Ν, και ῥαββίς και ῥαββονί και ῥαββουνί Α
(κυρίως στην Καινή Διαθήκη)
1. τίτλος που αποδίδεται από τους Εβραίους στους επίσημους ερμηνευτές τού Νόμου και τής Γραφής, μέγας διδάσκαλος τού Μωσαϊκού Νόμου
2. (στους ευαγγελιστές Ματθαίο, Μάρκο και Ιωάννη) προσφώνηση τού Ιησού Χριστού από τους μαθητές του («μή τι ἐγώ εἰμι ῥαββί», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. rabb «δάσκαλος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ῥαββί — O my Master masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαββουνί — ῥαββί O my Master masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae …   Wikipedia

  • раввин — равин еврейский проповедник и законоучитель , ст. слав. равви ῥαββί. Ввиду наличия в через греч. ῥαββί от др. еврейск. rabbî мой учитель (Литтман 45; Клюге Гётце 464). Напротив, с Запада происходит укр. рабин, блр. рабiн – через польск. rabin… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Rabbi — For other uses, see Rabbi (disambiguation). Rabbi Moshe Feinstein, a leading Rabbinical authority for Orthodox Jewry of the second half of the twentieth century …   Wikipedia

  • Ройлос, Георгиос — Георгиос Ройлос греч. Γεώργιος Ροϊλός …   Википедия

  • Ραββανίτες — και Ραβανίτες, οι, Ν [ραββι] εκκλ. οπαδοί εβραϊκής αίρεσης η οποία αναγνωρίζει ως πηγή τής εβραϊκής θρησκείας τόσο τον γραπτό νόμο τής Παλαιάς Διαθήκης όσο και τον προφορικό Νόμο που περιλαμβάνουν τα δύο Ταλμούδ …   Dictionary of Greek

  • ραβί — ο, Ν (στους Εβραίους) βλ. ραββί …   Dictionary of Greek

  • ραβίνος — Γράφεται σε παλαιότερα κείμενα ραββίνος (από το εβραϊκό ραβ, ραβί και στα βιβλικά κείμενα ραββί = διδάσκαλος). Στον ιουδαϊσμό, ο ειδικευμένος στα θέματα του θρησκευτικού νόμου και της παράδοσης, η αυθεντία του οποίου ανάγεται στον Μωυσή. Ο τίτλος …   Dictionary of Greek

  • ραββίς — ὁ, Α βλ. ραββί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”